φαλίς

φαλίς
(I)
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κάνναβις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. φαλός «λευκός», λόγω τού χρώματος τής κάνναβης. Για ανάλογες ονομασίες τής κάνναβης προερχόμενες από επίθ. με σημ. «λευκός» πρβλ. σερβ. belojka, σλοβεν. belica (< αρχ. σλαβ. belĩ «λευκός»), γερμ. Weisshanf (< weiB «λευκός»)].
————————
(II)
-ίδος, ἡ, Α
ιέρεια τής Ήρας στο 'Αργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φαλός «λευκός» + κατάλ. -ίς, -ίδος, λόγω τού λευκού ενδύματος τής ιέρειας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”